Σ.σ: Το παρακάτω άρθρο έχει γραφτεί πριν την άρση των SMS
Ημέρα δεύτερης καραντίνας νούμερο… (δεν θυμάμαι ούτε εγώ πλέον). Εκείνο λοιπόν το απόγευμα λαμβάνω μήνυμα από έναν φίλο και συνάδελφο να βρεθούμε παρέα με έναν φίλο ακόμα, για να κάνουμε την μοναδική μορφή κοινωνικοποίησης που επιτρέπεται στις μέρες μας, την άθληση / περίπατο ή όπως αλλιώς το λέμε στις μέρες μας “Νούμερο 6 στο 13033”. Ο περίπατος αυτός θα λάμβανε μέρος κοντά σε ένα αγαπημένο δισκάδικο του κέντρου της Θεσσαλονίκης και νομίζω πως όλοι καταλαβαίνετε που θα πάει αυτή η ιστορία…

Βρισκόμαστε λοιπόν η τριάδα παίρνουμε τα καφεδάκια μας κάνουμε μια σχεδόν δίωρη βόλτα και στο τέλος καταλήγουμε όλως τυχαίως στο δισκάδικο που προανέφερα, μιας και όλοι μας είχαμε κάτι στην wantlist μας εκείνη την μέρα. Δεν θα μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για τον χώρο και το πως βρήκαμε τρόπο να πάρουμε τους δίσκους μας από κατάστημα εν μέσω καραντίνας μην βρούμε και κανέναν μπελά…
Εκείνο το απόγευμα λοιπόν εγώ αγόρασα δύο δίσκους και πιο συγκεκριμένα δύο EP, αλλά σε αυτό το άρθρο θα σας μιλήσω μόνο για το ένα, με τίτλο· “Major Weight Media – Music Speaks Louder”. Μιλάμε για μία επανέκδοση ενός old school hip-hop EP, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά επίσημα στη 1 Ιανούαρίου 1997 μόνο σε CD και η επανέκδοσή του σε βινύλιο, έγινε στις 19 Νοεμβρίου 2020 από την NBN Archives. Πρόκειται λοιπόν για έναν δίσκο που αποτελείται από το ντουέτο των Big D (MC) και Lil Kriz (έναν παραγωγό και MC από το Detroit) και απευθύνετε σε όλους τους λάτρεις του old school hip-hop ήχου των 90s με πολλές G-Funk επιρροές.
Ο δίσκος είναι γεμάτος από υπέροχες soulful συγχωρδίες αλλά και lead μελωδίες των synth εκείνης εποχής, οι οποίες δημιουργούν αυτό το υπέροχο αποτέλεσμα που θυμίζει πολύ, παλιές 90s G-Funk παραγωγές, αλλά με μια πιο raw αισθητική. Το μπάσο παιγμένο από τον Curtis Seals (που ήταν και ο mixing engineer του δίσκου μαζί με τον Kriz), πραγματικά είναι ο αφανής ήρωας, μιας και σε αυτό τον δίσκο έχει περισσότερο συνοδευτικό ρόλο, αλλά αν το παρατηρήσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως κατάφεραν να το κρατήσουν τόσο groovy μέσα στην απλότητα του.
Για το τέλος άφησα ίσως το βασικότερο στοιχείο για ένα hip-hop δίσκο που είναι τα drums. Το μόνο σίγουρο είναι πως σε αυτόν τον δίσκο δεν μπορείς να αγνοήσεις τα drums, τα οποία είναι ξεκάθαρο ότι ήταν ίσως το σημαντικότερο στοιχείο του δίσκου για τον παραγωγό, μιας και σχεδόν σε όλα τα κομμάτια είναι 1, ίσως και 2 “κλικ” πιο δυνατά σε εντάση από τα υπόλοιπα όργανα.
Οι μπότες δυνατές να σε χτυπάνε δυνατά στο στήθος τα snares επιμελώς ατημέλητα δύνοντας αυτή την ωμότητα στον ήχο και τα hi-hats να βγαίνουν οριακά εκτός ρυθμού κάποιες φορές, μια τεχνική η οποία χαρίζει αυτό το ανθρωπινο groove στα drums ειδικά στο κομμάτι με τιτλό “Last Nerve” όπου τα drums είναι live παίξιμο του Tony Templin.
Η γενική εικόνα αυτού του δίσκου είναι πως είναι ένα κρυφό διαμάντι το οποίο επειδή δεν ήταν τόσο καλογυαλισμένο (mainstream) για λάμψει όπως του αρμόζει. Με λίγα λόγια είναι ένα Soulful/G-Funk/Boom-Bap Ep, που κάθε λάτρης του ήχου των 90s θα πρέπει να έχει στην συλλογή του είτε αναλογικά είτε ψηφιακά.

